χειροδάϊκτος

χειροδάϊκτος
χειρο-δάϊκτος, mit der Hand gespalten, getötet

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χειροδάϊκτος — ον, Α σκοτωμένος από τα χέρια κάποιου («χειροδάϊκτα σφάγι αἱμοβαφῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δάϊκτος (< δαϊκτός < δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. πυργο δάϊκτος] …   Dictionary of Greek

  • δαϊκτός — δαϊκτός, ή, όν (Α) αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι). ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος] …   Dictionary of Greek

  • χειροδάικτα — χειροδάϊκτα , χειροδάικτος slain by hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”